- ποδοκάκκη
- ποδοκάκηfem nom/voc sg (attic epic ionic)ποδοκάκκηstocksfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδοκάκκη — και εσφ. γρφ ποδοκάκη, η, ΜΑ ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ποδοκάκκῃ — ποδοκάκη fem dat sg (attic epic ionic) ποδοκάκκη stocks fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NERVUS — Festo ferreum fuit vinculum, quô pedes impediebantur; aliis ex ligno fuit, unde Ξυλοπέδη Plauto: qui eô etiam cervices vinciri solitas esse, docet. Mentio eius in Legg. XII. Tabb. ubi de eo, qui solvendo non erat, Vincito aut Nervô, aut… … Hofmann J. Lexicon universale
PEDICA — vinculum, quô pedes vinciuntur. Nonio, Graece Ποδοκάκκη, de qua voce Harpocration, Ποδοκάκκη, inquit, τὸ ζύλον, το εν δεσμωτηρίῳ οὕτως ἐκαλεῖτο, ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κάππα ποδῶν τις κάκωσις οὖσα, ἤκατὰ συγκοπὴν, ὥς φησι Δίδυμος, οἷον… … Hofmann J. Lexicon universale
POENA — et Beneficium, pro Diis habitos apud quosdam Aethiopiae populos legimus: Sunt qui non ab Aethioplbus, sed ab Assyriis et Persis hos cultos fuisse asserunt; illam quod malorum, hunc quod bonorum largitorem esse opinantur, Alex. ab Alex. l. 18. c.… … Hofmann J. Lexicon universale
PODAGRAE — Graece ποδάγραι, alias ὀρύγματα et ποδοκλάςται, foveae dicebantur olim Graecis, quae non ferarum solum, sed et hostium capiendorum causâ, fiebant: Suid. in ποδάγρα, Τάφρους ὤρυξε καὶ ποδάγρας ὑφῆκεν ὡς θηρίοις τοῖς πολεμίοις. Curius Furtunatianus … Hofmann J. Lexicon universale
γυιοπέδη — η (Α) δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»] … Dictionary of Greek
κάρτσουκον — κάρτσουκον, τὸ (Μ) ξύλινο όργανο με το οποίο δένονταν και κακοποιούνταν τα πόδια τών κακούργων, η ποδοκάκκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τον τ. κάρτσα, διαλεκτ. τ. τού κάλτσα] … Dictionary of Greek
κλάπα — η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ) νεοελλ. 1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες 2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές 3. καθεμιά από τις σανίδες … Dictionary of Greek
κλάπος — κλάπος, ὁ (Μ) 1. το όργανο βασανισμοὺ ποδοκάκκη 2. γυναικείο ένδυμα που έφερε κεντήματα με σχήμα καρφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλάπα] … Dictionary of Greek